Αἰτναίαν

Αἰτναίαν
Αἰτναί̱ᾱν , Αἰτναῖος
of
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οικείωμα — οἰκείωμα, τὸ (Α) [οικειώ] 1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.) 2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία 3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”